σαγμάτιον

σαγμάτιον
σαγμάτιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαγμάτιον — τὸ, ΜΑ [σάγμα, ατος] μσν. ειδική άμαξα που χρησιμοποιήθηκε στον βυζαντινό στρατό για τη μεταφορά προσωπικού ή στρατιωτικών υλικών, αλλ. τοῡλδον* …   Dictionary of Greek

  • σαγμάτια — σαγμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”